- θήραφος
- θήραφος, ὁ (Α)η αράχνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < θηράφιον, υποκορ. τού θηρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σήρες — οι / Σῆραι, ΝΑ (στην αρχαιότητα) λαός που κατοικούσε στην ανατολική Ασία, συγγενής τών Σκυθών και τών Ινδών, που ασχολούνταν, κυρίως, με την παραγωγή μεταξιού, το εμπόριο τού οποίου άνθησε κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek